- ξεστά
- ξεστόςhewnneut nom/voc/acc plξεστά̱ , ξεστόςhewnfem nom/voc/acc dualξεστά̱ , ξεστόςhewnfem nom/voc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ξεστᾷ — ξεστός hewn fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξέστ' — ξέστα , ξέστης sextarius masc voc sg ξέστα , ξέστης sextarius masc nom sg (epic) ξέσται , ξέστης sextarius masc nom/voc pl ξέστᾱͅ , ξέστης sextarius masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξέστας — ξέστᾱς , ξέστης sextarius masc acc pl ξέστᾱς , ξέστης sextarius masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξεστάν — ξεστά̱ν , ξεστός hewn fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξεστάς — ξεστά̱ς , ξεστός hewn fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταξεστικώς — καταξεστικῶς (Α) επίρρ. ξεστά, με αμυχές, με κατασπάραξη, σπαραχτικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < *καταξεστικός < καταξέω] … Dictionary of Greek
ξεστός — ή, ό (Α ξεστός, ή, όν) (συν. για ξύλο ή για ξύλινα αντικείμενα) 1. αυτός που έχει καταστεί λείος, στιλπνός ύστερα από ξύσιμο 2. σκαλιστός, κατασκευασμένος με ξέση, με σκάλισμα, σκαλισμένος («ξεστὸς ἵππος» ο δούρειος ίππος, Ομ. Οδ.) αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
ξέσται — ξέστης sextarius masc nom/voc pl ξέστᾱͅ , ξέστης sextarius masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)